2 ἐμφυσιόω


hacer nacer, implantar, inculcar en ἐνεφυσίωσαν [τοῖς γινομέ]νοις ἐξ ἑαυτῶν τὴν βούλησιν τοῦ θεοῦ IM 17.9 (III a.C.), en v. pas. ἵν' ἐμφυσιῶται ἑκάστῳ τὸ κάλλιστον Charond.Pyth.Hell.61.10, cf. 63.7, μάθησις ἐμφυσιωθεῖσα Hp.Lex 2, ἐμπεφυσιωμένη κακία Diog.Ep.28.1.
• Etimología: Cf. φύω.